- διαβροχῆς
- διαβροχήmacerationfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… … Dictionary of Greek
μερσερισμός — ο ειδική επεξεργασία διαβροχής βαμβακερών νημάτων ή υφασμάτων με πυκνό διάλυμα καυστικής σόδας η οποία προσδίδει στο προϊόν μεταξοειδή στιλπνότητα και βελτιώνει τη συνάφειά του με τα βαφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. mercerisage (βλ. λ.… … Dictionary of Greek